Για να δούμε λοιπόν ένα κείμενο σε μία γλώσσα που "δεν υπάρχει".
"Περί το λυκαυγές, έληξεν η λειτουργία, και ο ουρανός πορφυρίζων εκεί προς ανατολάς έσμιγε με την θάλασσαν κυανήν απλουμένην κάτω, η δε σελήνη ωχρίασε και τα ολίγα άστρα ανά έν έσβηναν τρέμοντα εις τον αιθέρα. Και η Ηώς ανέτειλε με όλην την πορφυράν αίγλην καλλωπίζουσα με γλυκύ ερύθημα βουνά, κοιλάδας και δάση. Εφάνη δε τότε, αποβαλούσα την μυστηριώδη της νυκτός περιβολήν, εν όλη τη καλλονή της, η μαγευτική θέσις της Παναγίας Δομάν. Δεξιά το υψηλόν, βραχώδες και τεμνόμενον από ευθαλείς χαράδρας βουνόν, το απολήγον εις την κρημνώση ακτήν του Κουρούπη. Αριστερά λόφοι, κοιλάδες, και δάση γραφικώς εναλλάσσονται εις το βλέμμα. Αντικρύ ο γυμνός και άγριον μεγαλείον αποπνέων βράχος του Κάστρου, με τα δύο προ αυτού πετρώδη νησίδια, και πέραν πέλαγος αχανές, φωσφορίζον εις τας πρώτας ακτίνας του υποφώσκοντος ηλίου? και εις το βάθος του ορίζοντος, προς βορράν η Χαλκιδική με τους τρεις λαιμούς της, υπέρ ους εξέχει ως βαθμίς κεραυνωθείσης τιτανείου κλίμακος προς ανάβασιν εις τον ουρανόν, ο λευκόφαιος κώνος του Άθω με την κορυφήν εις τα σύννεφα? προς δυσμάς το Πήλιον με τας αναριθμήτους κοιλάδας του και με την θεσπεσίαν του βλάστην, και πέραν αυτού η κορυφή του Κισσάβου, ως κεφαλή εμπηγμένη επί κορμού ξένου. Και το ρεύμα της Παναγίας Δομάν δεν κατεφέρετο πλέον ως πριν μετά βαθέος παφλασμού εις την βραχώδη κοιλάδα, αλλ’ άμα τη ανατολή της ημέρας το νερόν έρρεε μορμυρίζον, μαλακώς κυλιόμενον επάνω εις τα βρύα και εις τα αγριοσέλινα, διότι εξύπνησαν της ημέρας οι πολλοί και προσφιλείς κρότοι.
Τέλος εφάνη του ηλίου η πρώτη ακτίς, και ανέθορεν από της θαλάσσης μία πυρίνη παμφαής γραμμή του πανεκλάμπρου φωστήρος. Και την ιδίαν στιγμήν ηκούσθη πρώτη μεγάλη κι επιβλητική φωνή, ο κλαγγασμός του αετού, χαιρετίσαντος την ανατολήν του ηλίου επάνω εις το βουνόν, από της αφθάστου και απατήτου επί των απορρώγων βράχων καλιάς του. Και δευτέρα χαιρετιστήριος φωνή ηκούσθη ο κακκαβισμός του ιέρακος, ο κρωγμός του ιέρακος επάνω εις τον βουνόν, εις μίαν υψηλήν χαράδραν του ιλιγγιώδους βουνού του Κουρούπη, εκεί επάνω. Και τρίτη φωνή κλιμακηδόν εχαιρέτισε το παμφαές άστρον της ημέρας, ο τιτυβισμός της πέρδικος και της τρυγόνος εις το μεσοϋψές της κοιλάδος. Και τελευταία αμέσως εχαιρέτισε διά του μινυρισμού της την ανατολήν του ηλίου η γλυκεία χελιδών, η επανευρούσα κι εφέτος την φωλέαν της άθικτον εις τα ιερά σκηνώματα, εις τον οίκον του Κυρίου, ως και εις τα καλύβια των χωρικών, και εις τας οικίας των αγαθών ανδρών της πόλεως. Και ακροτελεύτιοι δειλοί μινυρισμοί ηκούσθησαν των μικρών στρουθίων επί των θάμνων, ων το έν, μόλις υποψελλίζον, ίστατο αποφασιστικώς προσκολλημένον με τους λεπτούς πόδας του επί του κλαδίου, ενώ το άλλο, ψάλλον προς αυτό τον έρωτά του, επέτα ολόγυρά του, ίστατο προς στιγμήν επί του κλαδίου, ώρμα προς αυτό, το εφίλει, το παρεκάλει, κελαδούν, εκλιπαρούν και πάλιν κελαδούν.
Τότε και τα κατσικάκια, αισθανθέντα το θάλπος της ημέρας, ήρχισαν τα σκιρτήματά των, ευφραινόμενα εις την επαφήν του χόρτου, προσπαίζοντα περί τας μητέρας των, υποβάλλοντα το μικκύλον ρύγχος εις τον μαστόν – και δεν ήξευρον, ότι η λεπίς του σφαγέως έστιλβε και αυτή προς τον ανατέλλοντα ήλιον…"
Την παραπάνω περιγραφή (απο το διήγημα "στην Αγία Αναστασά" του Αλ. Παπαδιαμάντη) αν κάποιος έχει την υπομονή να την διαβάσει ολόκληρη και να αντιληφθεί τι περιγράφει και αν μπορέσει να θέσει το εαυτόν του στην θέση του περιγράφοντος, πιθανόν να του δημιουργηθεί κάποιο σκίρτημα που να πλησιάζει αυτό που αισθάνθηκε και ο Κοσμοκαλόγερος.
Βέβαια σαν αντίλογο θα μπορούσε να πει ότι το παραπάνω κείμενο είναι υπέρ του δέοντος βερμπαλιστικό και μπορεί να αντικατασταθεί με κάτι σαν " είδα την ανατολή δικέ μου και ήταν πολύ ουάου, τι να σου λέω τώρα..." έτσι ώστε να είναι και σύμφωνος με την καθομιλουμένη.
Ας θεωρήσουμε λοιπόν το κείμενο του Παπαδιαμάντη περιττό και ας το αντικαταστήσουμε με κάτι σαν το παραπάνω.
Μπορεί κανείς να μου πει με βεβαιότητα ότι θα έχουμε, αν όχι τις ίδιες, παρόμοιες έστω εικόνες;;;
Και το κυριώτερο είναι ότι ο Σκιαθίτης Κοσμοκαλόγερος πήρε μία "λόγια" γλώσσα, με τους κανόνες της τις εξαιρέσεις της, τους ιδιωματισμούς της και τα ανώμαλα ρήματά της και έφτιαξε από το μηδέν ένα κομψοτέχνημα παίζοντας με τους συσχετισμούς όπως ο Κάντορας έφτιαξε την τέχνη της Φούγκας απο δώδεκα νότες και τους "λόγιους" συσχετισμούς τους.
Και συγχρόνως μετά το παρακάτω πόνημα δεν ξεχώρισε εαυτόν από την πλέμπα του "λαουτζίκου", αλλά συνδύασε τη γλώσσα αυτή στη γνήσια ντοπιολαλιά:
"Εκεί, υπό τα υψηλά δένδρα των οποίων οι κλώνοι, με βόμβυκας και με θυσάνους τριχοειδών φύλλων κοσμούμενοι, εσείοντο υπό πρωινής αύρας, άνω του ρεύματος, του κυλίοντος μετά ψιθύρου το διαυγές νάμα του κάτω εις την κοιλάδα, εκάθισαν ηδονικώς όλοι οι βοσκοί με τας ποιμενίδας και τας βοσκοπούλας των, στρώσαντες αφθόνους πτέρεις και παχείας φυλλάδας, και ήρχισαν να διαμελίζωσι τα ευωδιάζοντα επί της σούβλας αρνία και τα ερίφια. Έφαγον και ηυφράνθησαν όλοι και αφού ο παπ’ Αγγελής ευλόγησεν, ως έδει, την φλάσκαν, την μετεβίβασε, μεγάλην, υπόχλωρον ακόμη, δι’ ερυθράς δερματίνης λωρίδος κρατουμένην, κλώζουσαν και φυσώσαν ακαταλήπτους ήχους ένδοθεν, εις χείρας του εκ δεξιών του καθημένου προεστώτος της ομάδος, του Γιώργη τ’ Παναγιώτ’, όστις εγερθείς προσηγόρευσε διά μακρών την ομήγυριν:
-Κ’στος ανέστ’, βρε παιδιά! Αληθ’νός ου Κύριους! Ζη κι βασιλεύει! – Γεια μας!
καλή γεια! διάφουρου! καλή καρδιά! καλή γερουσύνη, όλοι μας! Χρόνους πολλούς! Κι τ’ χρόν’ νά ’μαστι καλά. Καλή χρονιά σας! Πολλά τα έτ’! Παπά μ’! να χαίρισι το πετραχήλι σ’!"
"Δες ξέρω γιατί, αλλά δακρύζω"
(το παραπάνω είναι χαϊκού, για νάμαι και λίγο λάιφστάϊλ)